- ρητινεύω
- μετ. добывать, собирать смолу (с сосен и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρητινεύω — ευσα, μαζεύω ρετσίνι από τα πεύκα· ουσ. ρητίνευση, η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρητινεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρητινεύω — Ν [ρητίνη] συλλέγω ρητίνη, ιδίως πεύκου, κάνοντας μικρή εγκοπή στην επιφάνεια τού φλοιού τού δένδρου από το οποίο εκκρίνεται το προϊόν … Dictionary of Greek
ρητίνευση — η, Ν [ρητινεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ρητινεύω … Dictionary of Greek